- αποψύχω
- -υξα, -ύχτηκα, -υγμένος, ξεπαγώνω: Όταν κάποιο τρόφιμο αποψυχτεί, πρέπει να καταναλωθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποψύχω — αποψύχω, απέψυξα (σπάν. απόψυξα) βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποψύχω — ἀπόψυχος frigid masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόψυχος frigid masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀποψύ̱χω , ἀποψύχω leave off breathing pres subj act 1st sg ἀποψύ̱χω , ἀποψύχω leave off breathing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… … Dictionary of Greek
ἀποψυγέντα — ἀποψύχω leave off breathing aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποψύχω leave off breathing aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέψυχεν — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέψῡχεν , ἀποψύχω leave off breathing imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψῦχθαι — ἀποψύχω leave off breathing perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψύγη — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψύχη — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψυγεῖσαι — ἀποψύχω leave off breathing aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψυγείη — ἀποψύχω leave off breathing aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)